- ποιμνιάρχης
- και ποιμνίαρχος, ὁ, Μαρχηγός ποιμνίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνιον + -άρχης* / -αρχος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποιμνιαρχώ — έω, Μ [ποιμνιάρχης] είμαι ποιμνιάρχης*, οδηγώ, κατευθύνω το κοπάδι … Dictionary of Greek
ποιμνίαρχος — ὁ, Μ βλ. ποιμνιάρχης … Dictionary of Greek